ξυλοσχίστης

ξυλοσχίστης
ξυλο-σχίστης, , der Holzspalter

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσχίστας — ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc acc pl ξυλοσχίστᾱς , ξυλοσχίστης one who splits wood masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοσκίστης — ο βλ. ξυλοσχίστης …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”